ἐμπεδώσει

ἐμπεδώσει
ἐμπέδωσις
making good
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐμπεδώσεϊ , ἐμπέδωσις
making good
fem dat sg (epic)
ἐμπέδωσις
making good
fem dat sg (attic ionic)
ἐμπεδόω
confirm
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐμπεδόω
confirm
fut ind mid 2nd sg
ἐμπεδόω
confirm
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

  • διαβάζω — διάβασα, διαβάστηκα, διαβασμένος 1. γνωρίζω ανάγνωση: Έμαθε να διαβάζει στο δημοτικό. 2. μελετώ με προσεχτική ανάγνωση: Χρειάζεται πολύ διάβασμα, για να περάσει κανείς στο πανεπιστήμιο. 3. βοηθώ κάποιον να εμπεδώσει αυτό που διαβάζει, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλλιάζω — μάλλιασα, μαλλιασμένος 1. αμτβ., βγάζω τρίχες, βγάζω μαλλί: Το πουλόβερ μάλλιασε. 2. φρ., «Μαλλιάζει η γλώσσα μου», για κάτι που επαναλαμβάνουμε πολλές φορές ώστε να το εμπεδώσει κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”